Ο Ι. Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

Ο ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η Αγιά-Σωτήρα των κατοίκων, βρίσκεται σε ένα όμορφο λιβάδι, μέσα σε καγκελόφραχτο κλειστό περίβολο, καθόσον προστατεύεται από την αρχαιολογική υπηρεσία. Πρόκειται για ένα εξαίρετο ναό του 10ου αιώνα, από τους παλαιότερους της Αττικής, ο οποίος αποτελεί ένα αριστούργημα της βυζαντινής εκκλησιαστικής τέχνης.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Το ζήτημα των εγκληματιών πολέμου

Γράφει η κυρία Δέσποινα - Γεωργία Κωνσταντινάκου*

(Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα" στις 13 και 15 Ιουνίου 2015, σε συνέχεια. Ακολουθεί απόσπασμά του)

Τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα δεν έλαβαν ποτέ την ανάλογη δημοσιότητα της οποίας έτυχαν οι γερμανικές βιαιοπραγίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. H κοινή γνώμη της Γερμανίας μόλις τις περασμένες δεκαετίες άρχισε να ενημερώνεται για τα έργα και τις ημέρες των στρατευμάτων της στον ελληνικό χώρο, κυρίως εξαιτίας του αιτήματος των Ελλήνων θυμάτων για την καταβολή αποζημιώσεων.

Ηδη πριν τη λήξη του πολέμου, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχε ξεκινήσει να συλλέγει στοιχεία για τις βιαιότητες και τις καταστροφές που προκαλούσαν στη χώρα οι δυνάμεις Κατοχής, θέλοντας να ικανοποιήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα που απαιτούσε την τιμωρία των εγκλημάτων. Παρά τις αγαθές προθέσεις, η επίτευξη του στόχου απεδείχθη δύσκολη, καθώς στο διαλυμένο από την τετράχρονη κατοχή κράτος δεν υπήρχαν οι δομές και η οργάνωση που θα μπορούσαν να στηρίξουν το εγχείρημα.

Το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου

Το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1945, με καθυστέρηση πολλών μηνών και στην ουσία μόνο εξαιτίας της έντονης πίεσης που άσκησαν οι Σύμμαχοι. Αποστολή του Γραφείου ήταν η συγκέντρωση και αξιολόγηση αποδεικτικού υλικού για τα εγκλήματα που είχαν σημειωθεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Το υλικό αυτό θα αποστελλόταν στις συμμαχικές Αρχές οι οποίες στη συνέχεια θα προχωρούσαν στον εντοπισμό και την παράδοση των καταζητούμενων προκειμένου να δικαστούν από την ελληνική δικαιοσύνη. 

Το Γραφείο βέβαια αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα στην λειτουργία του, λόγω των μειωμένων οικονομικών πόρων, αλλά και των μεγάλων ελλείψεων σε έμψυχο δυναμικό. Τα στελέχη του καταβάλλοντας πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες κατάφεραν παρόλα αυτά να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να παραδώσουν στις συμμαχικές Αρχές καταλόγους με ονόματα καταζητούμενων. Υστερα από αξιολόγηση αυτών των στοιχείων, οι σύμμαχοι ενέκριναν την εγγραφή 1.127 ατόμων στις λίστες των εγκληματιών πολέμου. Από αυτούς 470 ήταν Γερμανοί, 242 Ιταλοί, 410 Βούλγαροι και 5 Αλβανοί. Οι αιτήσεις παράδοσης δεν απέδωσαν όμως τα προσδοκώμενα καθώς οι κατηγορούμενοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν.

Ομως και τα απευθείας αιτήματα που απηύθυνε τα επόμενα χρόνια η Αθήνα προς τις κυβερνήσεις των πρώην δυνάμεων Κατοχής για την παράδοση ατόμων που κατηγορούνταν από τις ελληνικές Αρχές για εγκλήματα πολέμου δεν βρήκαν καμία ανταπόκριση. Οι Βούλγαροι προέβαλαν ως επιχείρημα ότι είχαν αρχίσει οι ίδιοι να δικάζουν τους υπηκόους τους που είχαν εμπλακεί σε εγκλήματα πολέμου, συνεπώς δεν χρειαζόταν να υπάρξει καμία απολύτως ανάμειξη της ελληνικής πλευράς. Την ίδια αρνητική στάση, διανθισμένη μόνο από διπλωματική ευγένεια, κράτησε και η Ιταλία. 
Οι Ιταλοί και Βούλγαροι που τελικά οδηγήθηκαν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων είχαν συλληφθεί είτε από τον ΕΛΑΣ είτε από τις ελληνικές αστυνομικές Αρχές, ενώ οι λίγοι Γερμανοί που παραδόθηκαν από τους Συμμάχους για να δικαστούν προέρχονταν κυρίως από βρετανικά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή όπου ήταν πιο εύκολη η διακρίβωση των στοιχείων των κρατουμένων.

Οι δίκες των εγκληματιών πολέμου

Οι δίκες των Γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου ξεκίνησαν στα τέλη του 1946. Οι πρώτοι που οδηγήθηκαν ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών ήταν οι στρατηγοί της Κρήτης Bruno Bräuer και Friedrich Müller, που κατηγορούνταν μεταξύ άλλων για εκτελέσεις, διενέργεια αντιποίνων, εκτοπισμούς, λεηλασίες, εμπρησμούς.

Η δίκη τελείωσε με την καταδίκη των δύο Γερμανών σε θάνατο και την εκτέλεσή τους στο Χαϊδάρι στις 20 Μαΐου 1947, ανήμερα της επετείου της Μάχης της Κρήτης. Την ίδια τύχη είχε και ο επόμενος Γερμανός που δικάστηκε από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου, ο επιλοχίας Fritz Schubert, ο οποίος κατά γενική ομολογία αποτελούσε μια από τις «πλέον ειδεχθείς μορφές» των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής και κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Στους υπόλοιπους Γερμανούς επιβλήθηκαν μικρές μόνο ποινές, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν και αθωωτικές αποφάσεις. Εξαίρεση αποτέλεσε η περίπτωση του Alexander Andrae, διοικητή του Φρουρίου Κρήτης που έδρασε μαζί με τους Bräuer και Müller, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1947 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Γεγονός είναι πάντως πως όσο ο καιρός περνούσε, το ζήτημα της δίωξης των εγκληματιών πολέμου δεν απασχολούσε πια με την ίδια ένταση ούτε την ελληνική πολιτεία ούτε την κοινή γνώμη. Και οι δικαστικές Αρχές φαίνονταν πλέον πιο διστακτικές να προχωρήσουν στην άμεση εκδίκαση των υποθέσεων και στην επιβολή αυστηρών ποινών. 

Είναι ενδεικτικό πως μέσα στο 1948 εκδικάστηκαν έξι υποθέσεις Γερμανών που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου. Απ’ αυτές οι τρεις αναβλήθηκαν για άγνωστη ημερομηνία, σε μία υπόθεση η ποινή που επεβλήθη ήταν ευνοϊκή και με καλές προοπτικές για απονομή χάριτος, ένας από τους καταδικασθέντες αφέθηκε άμεσα ελεύθερος, ενώ ένας αθωώθηκε. Όμως και διεθνώς το κλίμα είχε αρχίσει να αλλάζει, με το ψυχροπολεμικό σκηνικό που διαμορφωνόταν να θέτει άλλες προτεραιότητες. Η επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 1950 έθετε ούτως ή άλλως νέα δεδομένα στο ζήτημα των εγκληματιών πολέμου.

Οι Γερμανοί διπλωμάτες φρόντισαν από την πρώτη στιγμή να καταστήσουν σαφές πως η γρήγορη, αθόρυβη, αλλά προπάντων οριστική διευθέτηση του ζητήματος θα αποτελούσε πρωταρχικό στόχο των ομοσπονδιακών Αρχών, για την επίτευξη του οποίου δεν θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν όλα τα δυνατά μέσα πίεσης. Μια πρώτη γεύση αυτής της πίεσης πήρε την περίοδο 1950 – 1951 ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος όταν επιχείρησε να επαναπροωθήσει τα ελληνικά καπνά στη γερμανική αγορά βρέθηκε αντιμέτωπος με το άμεσο αίτημα της γερμανικής κυβέρνησης να παύσει τη δίωξη εναντίον δύο Γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για εγκλήματα οικονομικής φύσης στη διάρκεια της κατοχής.

Η Βόννη δέχθηκε να αγοράσει ελληνικά καπνά μόνο όταν έλαβε τη διαβεβαίωση για την ικανοποίηση του αιτήματός της. Η πρώτη αυτή υποχώρηση έδωσε στη γερμανική πλευρά το έναυσμα προκειμένου να πιέσει ακόμα περισσότερο για μια άμεση και κυρίως συνολική διευθέτηση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου. Οι πιέσεις φάνηκαν τελικά να αποδίδουν τον Απρίλιο του 1952, όταν η κυβέρνηση Πλαστήρα συμπεριέλαβε στον Α.Ν. 2058 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» ειδική διάταξη, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής της ποινικής δίωξης για όλα τα αδικήματα που χαρακτηρίζονταν ως εγκλήματα πολέμου.

Η ελληνική κυβέρνηση θα παρέδιδε πρώτα τις σχετικές δικογραφίες στις δικαστικές αρχές της Γερμανίας, οι οποίες καθίσταντο έτσι υπεύθυνες για την περαιτέρω ποινική δίωξη των υπηκόων τους.
Η αναστολή των διώξεων από τα ελληνικά δικαστήρια θα ήταν δυνατή μόνο αφού πρώτα θα είχε ξεκινήσει η ποινική διαδικασία από τα αλλοδαπά δικαστήρια.

Παρ' ότι οι ελληνικές Αρχές θεωρούσαν την παράδοση των δικογραφιών ως έναν «εύσχημο τρόπο τερματισμού του ζητήματος», οι Γερμανοί δεν την αντιμετώπισαν με την ίδια θετική διάθεση. Επιθυμία της Βόννης ήταν άλλωστε η οριστική λύση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου με έναν γενικό νόμο αμνήστευσης και όχι με μια μεσοβέζικη λύση σαν αυτή στην οποία είχε καταφύγει η ελληνική πλευρά, η οποία αφενός επιθυμούσε για πολιτικούς, οικονομικούς και γενικότερους λόγους να ικανοποιήσει τους Γερμανούς, από την άλλη όμως δεν ήθελε να επωμιστεί το κόστος της οριστικής διευθέτησης του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου.

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Η ατιμωρησία των ναζιστικών εγκλημάτων της κατοχής


"Η δικαστική διερεύνηση των ατομικών αξιώσεων και η αξία της για την παραγωγή ενός ιστορικού λόγου για την Κατοχή"

Δικηγόρου

Πολλές φορές, όταν βρισκόμαστε με κόσμο στις εκδηλώσεις που μιλάμε, ή όταν βρισκόμαστε με εκπροσώπους του τύπου , εύλογα μας κάνουν την ερώτηση « μα 70 χρόνια μετά και τώρα πρέπει να γίνει η τεκμηρίωση του Ελληνικού Ολοκαυτώματος ;» .

Δεν έχουν άδικο. Θα πρέπει να τους δοθεί όμως μια απάντηση, η οποία, με όση μετριοπάθεια και αν διατυπωθεί, θα είναι πάντα δυσάρεστη.

Στη μεταπολεμική Ευρώπη έγιναν πολλές δίκες για να τιμωρηθούν οι ναζί εγκληματίες πολέμου και οι συνεργάτες τους. Σε όσες χώρες διαλευκάνθηκε δικαστικά σε βάθος η περίοδος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο περισσότερα στοιχεία έχουμε για τα εγκλήματα .

Προέκυψαν, λοιπόν και στοιχεία για τις καταστροφές, για τα θύματα και για τους θύτες , για τον απλούστατο λόγο ότι αλλιώς δεν μπορούσε να συνταχτεί κατηγορητήριο. Κι όσο πιο βαθιά δικαστική έρευνα έγινε, τόσο περισσότερα στοιχεία συλλέχθηκαν, από τα οποία οι ιστορικοί μπόρεσαν να ανασυνθέσουν μια ολόκληρη χρονική περίοδο.

Στην πατρίδα μας, αμέσως μετά την απελευθέρωσή της από τους κατακτητές, το αίτημα για την τιμωρία των εγκληματιών πολέμου και των συνεργατών τους ήταν σχεδόν ομόφωνο και πάνδημο. Το ίδιο και το αίτημα για την επανορθωτική αποκατάσταση των καταστροφών στις υποδομές και την εύλογη αποζημίωση των θυμάτων της θηριωδίας.

Από τη Δημόσια Διοίκηση θα καταβληθεί μία τιτάνια προσπάθεια. Μερίδα ιστορικών υποστηρίζει ότι υπό την καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Δοξιάδη υπήρχε πυρήνας φοιτητών και δημοσίων υπαλλήλων που κατέγραφε την καταστροφή και την τεκμηρίωνε με αποδεικτικά στοιχεία και ντοκουμέντα από τις πρώτες κιόλας ημέρες της Κατοχής. Έτσι, αμέσως μετά τον πόλεμο, 1945-1947, το τεκμηριωτικό υλικό για τις υποδομές παρουσιάζεται εντυπωσιακό. Το γνωστό, τετράγλωσσο, εντυπωσιακό λεύκωμα του Κωνσταντίνου Δοξιάδη «Αι θυσίαι της Ελλάδος στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» δεν είναι το μοναδικό προϊόν αυτής της εργασίας. Είναι η επιτομή της.

Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι η συντετριμμένη Πατρίδα μας κατάφερε να παρουσιάσει το 1945 στη Διάσκεψη των Παρισίων υπόμνημα και φάκελο που τεκμηρίωσαν αξιώσεις 7,181 δισεκατομμυρίων δολαρίων αγοραστικής αξίας 1938 , οι οποίες και καταγράφηκαν στον τελικό πίνακα ζημιών, βάσει των οποίων προέκυψαν τα ποσοστά κατανομής των επανορθωτικών αξιώσεων της Ελλάδος στη Σύμβαση του 1946.

Αργότερα, και μέχρι το τέλος του έτους 1947 θα κυκλοφορήσουν σειρές από εκθέσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν μια εργωδέστατη προσπάθεια. Οι πιο γνωστές είναι η έκθεση «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων», έκθεση του Υπουργείου Παιδείας, η έκδοση «Καταστραφείσαι Πόλεις και Χωρία της Ελλάδος» , έκδοση της Διεύθυνσης Συντονισμού του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας, με επιμέλεια Δημ. Χ. Καραδήμα, μετά του παραστατικού χάρτη που απεικονίζει τα 1.170καταστραφέντα χωριά και πόλεις, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, Λεύκωμα του Αρχαιολογικού Μουσείου, αλλά και σειρά ολόκληρη εκδόσεων του Υφυπουργείου Ανοικοδομήσεως με επιμέλεια Κωνσταντίνου Δοξιάδη.

Για την τιμωρία των εγκληματιών πολέμου, των συνεργατών των κατοχικών στρατευμάτων και την αποζημίωση των θυμάτων δεν θα επιδειχθεί η ίδια επιμέλεια.

Αν και στις 4.6.1945 δημοσιεύεται ο Αναγκαστικός Νόμος 384/1945 (ΦΕΚ Α΄ 145/1945) «Περί συστάσεως Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου» ο οποίος σε 32 άρθρα όριζε τα εγκλήματα πολέμου, και ίδρυε το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου. Ο νόμος αυτός θα τροποποιηθεί την 8.10.1945 με τη Συντακτική Πράξη 73/1945 (ΦΕΚ 250/1945), και θα ξανατροποποιηθεί την 31.12.1945 με τη Συντακτική Πράξη 90/1945 ( ΦΕΚ Α΄322/1945). Με βάση αυτό το νομικό πλαίσιο συστήθηκε στην Κεντρική Επιτροπή του Ελληνικού Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου τριμελές δικαστικό συμβούλιο, το οποίο ανέλαβε να ερευνήσει όλες τις καταγγελίες που έγιναν σχετικά, όχι μόνο με τα θύματα αλλά και τις ζημιές τις οποίες υπέστη όλη η Ελλάδα.

Η εξέλιξη, όμως, στις ελληνογερμανικές σχέσεις, η επιθυμία της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να αναθερμάνει τις διμερείς εμπορικές σχέσεις, αλλά και της Γερμανίας να έχει πρόσβαση στις ελληνικές πρώτες ύλες, θα δημιουργήσουν ένα πλέγμα, το οποίο, εν τέλει, μέχρι το 1960 θα εξελιχθεί πολύ ευνοϊκά για τους εγκληματίες πολέμου. Το νομικό πλαίσιο θα γίνεται συνεχώς και ευνοϊκότερο, και μόνο 13 ναζί εγκληματίες θα αντιμετωπίσουν τη Δικαιοσύνη. Από αυτούς 3 θα καταδικαστούν σε θάνατο, στρατηγοί Μύλλερ και Μπρόγιερ και ο επιλοχίας Σούμπερτ.

Με το ν.δ. 4016, ΦΕΚ Α237-3/11/1959, αναστέλλονται οι διώξεις κατά Γερμανών υπηκόων φερόμενων ως εγκληματιών πολέμου και οι δικογραφίες αποστέλλονται στις Γερμανικές δικαστικές αρχές. Η δίωξη των εγκληματιών πολέμου ανατίθεται στις Γερμανικές Αρχές. Στις αρμόδιες γερμανικές αρχές ανατίθεται και η εκτέλεση ποινών φυλάκισης, ενώ καταργείται ως χωριστή υπηρεσία το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκληματιών Πολέμου. Το νομοθέτημα αυτό οδήγησε στην αποφυλάκιση και στην απέλαση του Μαξ Μέρτεν, που είχε καταδικαστεί σε κατά συγχώνευση κάθειρξη 25 ετών .

Από τις 850 δικογραφίες που εστάλησαν στη Γερμανία οι περισσότερες θα κλείσουν μετά από «προανακρίσεις» που θα κρατήσουν έως και 20 έτη. Σε κάποιες περιπτώσεις οι εγκληματίες θα απαλλαγούν με βούλευμα. Κανένας δεν θα οδηγηθεί στο Δικαστήριο.

Αυτό θα έχει τεράστια επίπτωση στην καταγραφή των ζημιών των ιδιωτών. Θα μείνει ελλειμματική στο επίπεδο του 1959 ή και παλαιότερα. Σε πολλές περιπτώσεις η αποστολή του φακέλου στη Γερμανία θα σημάνει και το κλείσιμο, μέσα στο μετεμφυλιακό κράτος , της έρευνας για πολλές δεκαετίες. Η ιστορική φιλολογία θα ασχοληθεί κυρίως με τον Εμφύλιο, αργότερα με την Εθνική Αντίσταση , ελάχιστα με την κατοχή και σχεδόν καθόλου με την καταγραφή της θηριωδίας.

Η στροφή και η τοποθέτηση των δικαιωμάτων του μέσου καθημερινού ανθρώπου στο ιστορικό φόντο θα γίνει μετά την άσκηση αγωγών κατά της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τη δεκαετία του 1995, με πρωτοπόρο τον αείμνηστο Ιωάννη Σταμούλη.

Καθοδηγούμενος από την ανάγκη δικονομικής πληρότητας θα ζητήσει από τους πολίτες της Βοιωτίας αρχικά να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο, απαντώντας σε συγκεκριμένες ερωτήσεις και καταγράφοντας ταυτόχρονα, ο καθένας την προσωπική του ιστορία ή εκείνη της ευρύτερης οικογένειάς του.

Η ιδία αυτή ανάγκη θα συντελέσει ώστε να συλλεγεί από κάθε Νομαρχία, που προχώρησε –ακολουθώντας το παράδειγμα της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Βοιωτίας- στην άσκηση ή την υποστήριξη άσκησης αγωγής, ένας τεράστιος όγκος αποδεικτικού υλικού.

Η αυστηρότητα της ελληνικής πολιτικής δικονομίας περί του ορισμένου της αγωγής, θα έχει ως αποτέλεσμα κάθε μία από τις 70.000 αγωγές, που θα κατατεθούν σε 50 από τα 63 Πρωτοδικεία της Χώρας, να είναι και μία ξεχωριστή μελέτη μικροϊστορίας επάνω στη θηριωδία, αλλά και στην ταλαιπωρία του Έλληνα της διπλανής πόρτας από τα ναζιστικά στρατεύματα.

Η απόφαση του ΑΕΔ 6/2002 θα οδηγήσει τη μεγαλύτερη πλειοψηφία των αγωγών που εκκρεμούσαν ενώπιον των ελληνικών δικατηρίων σε ματαίωση. Αν και θα υπάρξει έναυσμα για τη στροφή της ιστορικής μελέτης στην περιγραφή της θηριωδίας , με τη ματαίωση των υποθέσεων θα χαθεί μια ιστορική ευκαιρία για τη διαλεύκανση της καταστροφής με τον αμείλικτο τρόπο της δικαστικής διερεύνησης.

Η προσπάθεια, επομένως, που καταβάλλεται για να εκτελεστούν οι τελεσίδικες αποφάσεις κατά της Γερμανίας, να επανασυζητηθούν οι ματαιωμένες αγωγές, επιδιώκοντας τη μεταστροφή της νομολογίας των ελληνικών δικαστηρίων, δεν αποσκοπεί μόνο στην οικονομική ικανοποίηση των θυμάτων.

Δεν είναι διάθεση χρηματοθηρίας. Αποσκοπεί στην Αλήθεια. Αποσκοπεί, κυρίως, στη διερεύνηση των συνθηκών που συνέθεσαν την τραγωδία του Ελληνικού Ολοκαυτώματος. Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της Δικαιοσύνης και η Δικαιοσύνη είναι η πιο παιδαγωγική λειτουργία της Δημοκρατίας . Από μια τέτοια διαδικασία το αποτέλεσμα που μπορεί να παραχθεί μόνο ένα μπορεί να είναι, η πλήρης αποδόμηση του ναζιστικού φαινομένου.


Σάββατο 11 Αυγούστου 2018

Η Τέχνη στην Υπηρεσία της Ιστορίας του Τόπου


Γράφει ο Γιώργος Ντούνης

Έργο του Γιάννη Πρόφη (φωτογραφία) που απεικονίζει το Κορωπί, όπως ήταν στα τέλη του 19ου αι. 
Ο γνωστός σε όλους μας Γιάννης Πρόφης, αρκετά χρόνια πριν, με τη γνωστή του ευαισθησία, πάνω σε λαογραφικά θέματα, παραθέτει ιστορίες της ιδιαιτέρας μας πατρίδος από την περίοδο της Κατοχής. Όμως δεν αρκείται μόνο σ’ αυτό αλλά επιχειρεί να αποτυπώσει και με τον χρωστήρα του  μια εικόνα από τη ζοφερή ημέρα του καψίματος του Κορωπίου.

Ποιός ισχυρίσθηκε ότι η Τέχνη ήταν απούσα από τις σημαντικές ιστορικές  στιγμές της τοπικής κοινωνίας; Ο συγγραφέας και ζωγράφος  μέσα από τις δύο εκδόσεις του: « Οι Γερμανοί ξανά-ξανάρχονται» και «Κατοχή Καπνοί και Ανεμώνες», μας δίνει ανάγλυφες εικόνες από τη καθημερινή ζωή στη διάρκεια της κατοχής.

Σ’ αυτή τη διαδρομή του, δεν έχουμε μία ξηρή, στεγνωμένη καταγραφή γεγονότων και προβλημάτων. Αυτά που αναφέρει είναι μία παραστατική αφήγηση με σκέψεις και προβληματισμούς, χωρίς δουλείες και περιορισμούς και πολύ περισσότερο σκέψεις από καρδιάς και στοχασμούς που δεκαετίες συσσωρεύονταν και τελικά βρήκαν τη διέξοδό τους μέσα από τα έργα του.

Το πρώτο πόνημα, υπό μορφή σεναρίου και σκηνοθεσίας ονείρου, βασίζεται σε ιστορία, που την κουμαντάρει το πραγματικό όνειρο, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας. Η αφήγηση αναπτύσσεται μέσα από τις αναμνήσεις του  από την Κατοχή και ιδιαίτερα στις σχέσεις των οικείων του και συντοπιτών του με τους Γερμανούς. 

Η ιχνηλάτηση των αναμνήσεων διέρχεται από το θλιβερό γεγονός του καψίματος του χωριού και τη μετακίνηση της οικογενείας του προς το χωριό Καλύβια, για να σωθεί από το μένος των Γερμανών. Στη συνέχεια αναφέρει και άλλες μνήμες από τη παιδική ηλικία, προτού εισέλθει στο δεύτερο μέρος, που περιγράφει ένα όνειρο, υπό μορφή σεναρίου, το οποίο έχει κεντρικό θέμα, τις σχέσεις των Ναζί με του εγχώριους συνεργάτες τους.

Το δεύτερο πόνημα υπό μορφή έμμετρου λόγου, παρουσιάζει μία διαδοχή από ιστορίες, όπως;

-Η αναχώρηση του πολεμιστή για το αλβανικό μέτωπο.
-Η επιστροφή του πολεμιστή.
-Η είσοδος του γερμανικού στρατού κατοχής.
-Η ζωή κατά τη διάρκεια της Κατοχής .

Όμως το αποκορύφωμα του έργου αποτελούν τα γεγονότα της 8ης και 9ης Οκτωβρίου 1944 και το κάψιμο του Κορωπίου.