Γράφει η κυρία Δέσποινα - Γεωργία Κωνσταντινάκου*
(Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Χανιώτικα Νέα" στις 13 και 15 Ιουνίου 2015, σε συνέχεια. Ακολουθεί απόσπασμά του)
Τα εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα δεν έλαβαν ποτέ την ανάλογη δημοσιότητα της οποίας έτυχαν οι γερμανικές βιαιοπραγίες σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. H κοινή γνώμη της Γερμανίας μόλις τις περασμένες δεκαετίες άρχισε να ενημερώνεται για τα έργα και τις ημέρες των στρατευμάτων της στον ελληνικό χώρο, κυρίως εξαιτίας του αιτήματος των Ελλήνων θυμάτων για την καταβολή αποζημιώσεων.
Ηδη πριν τη λήξη του πολέμου, η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχε ξεκινήσει να συλλέγει στοιχεία για τις βιαιότητες και τις καταστροφές που προκαλούσαν στη χώρα οι δυνάμεις Κατοχής, θέλοντας να ικανοποιήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα που απαιτούσε την τιμωρία των εγκλημάτων. Παρά τις αγαθές προθέσεις, η επίτευξη του στόχου απεδείχθη δύσκολη, καθώς στο διαλυμένο από την τετράχρονη κατοχή κράτος δεν υπήρχαν οι δομές και η οργάνωση που θα μπορούσαν να στηρίξουν το εγχείρημα.
Το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου
Το Ελληνικό Εθνικό Γραφείο Εγκλημάτων Πολέμου ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1945, με καθυστέρηση πολλών μηνών και στην ουσία μόνο εξαιτίας της έντονης πίεσης που άσκησαν οι Σύμμαχοι. Αποστολή του Γραφείου ήταν η συγκέντρωση και αξιολόγηση αποδεικτικού υλικού για τα εγκλήματα που είχαν σημειωθεί στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Το υλικό αυτό θα αποστελλόταν στις συμμαχικές Αρχές οι οποίες στη συνέχεια θα προχωρούσαν στον εντοπισμό και την παράδοση των καταζητούμενων προκειμένου να δικαστούν από την ελληνική δικαιοσύνη.
Το Γραφείο βέβαια αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα στην λειτουργία του, λόγω των μειωμένων οικονομικών πόρων, αλλά και των μεγάλων ελλείψεων σε έμψυχο δυναμικό. Τα στελέχη του καταβάλλοντας πραγματικά φιλότιμες προσπάθειες κατάφεραν παρόλα αυτά να ξεπεράσουν τα εμπόδια και να παραδώσουν στις συμμαχικές Αρχές καταλόγους με ονόματα καταζητούμενων. Υστερα από αξιολόγηση αυτών των στοιχείων, οι σύμμαχοι ενέκριναν την εγγραφή 1.127 ατόμων στις λίστες των εγκληματιών πολέμου. Από αυτούς 470 ήταν Γερμανοί, 242 Ιταλοί, 410 Βούλγαροι και 5 Αλβανοί. Οι αιτήσεις παράδοσης δεν απέδωσαν όμως τα προσδοκώμενα καθώς οι κατηγορούμενοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους δεν ήταν δυνατό να εντοπιστούν.
Ομως και τα απευθείας αιτήματα που απηύθυνε τα επόμενα χρόνια η Αθήνα προς τις κυβερνήσεις των πρώην δυνάμεων Κατοχής για την παράδοση ατόμων που κατηγορούνταν από τις ελληνικές Αρχές για εγκλήματα πολέμου δεν βρήκαν καμία ανταπόκριση. Οι Βούλγαροι προέβαλαν ως επιχείρημα ότι είχαν αρχίσει οι ίδιοι να δικάζουν τους υπηκόους τους που είχαν εμπλακεί σε εγκλήματα πολέμου, συνεπώς δεν χρειαζόταν να υπάρξει καμία απολύτως ανάμειξη της ελληνικής πλευράς. Την ίδια αρνητική στάση, διανθισμένη μόνο από διπλωματική ευγένεια, κράτησε και η Ιταλία.
Οι Ιταλοί και Βούλγαροι που τελικά οδηγήθηκαν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων είχαν συλληφθεί είτε από τον ΕΛΑΣ είτε από τις ελληνικές αστυνομικές Αρχές, ενώ οι λίγοι Γερμανοί που παραδόθηκαν από τους Συμμάχους για να δικαστούν προέρχονταν κυρίως από βρετανικά στρατόπεδα στη Μέση Ανατολή όπου ήταν πιο εύκολη η διακρίβωση των στοιχείων των κρατουμένων.
Οι δίκες των Γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου ξεκίνησαν στα τέλη του 1946. Οι πρώτοι που οδηγήθηκαν ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών ήταν οι στρατηγοί της Κρήτης Bruno Bräuer και Friedrich Müller, που κατηγορούνταν μεταξύ άλλων για εκτελέσεις, διενέργεια αντιποίνων, εκτοπισμούς, λεηλασίες, εμπρησμούς.
Η δίκη τελείωσε με την καταδίκη των δύο Γερμανών σε θάνατο και την εκτέλεσή τους στο Χαϊδάρι στις 20 Μαΐου 1947, ανήμερα της επετείου της Μάχης της Κρήτης. Την ίδια τύχη είχε και ο επόμενος Γερμανός που δικάστηκε από το Ειδικό Στρατοδικείο Εγκλημάτων Πολέμου, ο επιλοχίας Fritz Schubert, ο οποίος κατά γενική ομολογία αποτελούσε μια από τις «πλέον ειδεχθείς μορφές» των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής και κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου στην Κρήτη και τη Μακεδονία. Στους υπόλοιπους Γερμανούς επιβλήθηκαν μικρές μόνο ποινές, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξαν και αθωωτικές αποφάσεις. Εξαίρεση αποτέλεσε η περίπτωση του Alexander Andrae, διοικητή του Φρουρίου Κρήτης που έδρασε μαζί με τους Bräuer και Müller, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1947 καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Γεγονός είναι πάντως πως όσο ο καιρός περνούσε, το ζήτημα της δίωξης των εγκληματιών πολέμου δεν απασχολούσε πια με την ίδια ένταση ούτε την ελληνική πολιτεία ούτε την κοινή γνώμη. Και οι δικαστικές Αρχές φαίνονταν πλέον πιο διστακτικές να προχωρήσουν στην άμεση εκδίκαση των υποθέσεων και στην επιβολή αυστηρών ποινών.
Είναι ενδεικτικό πως μέσα στο 1948 εκδικάστηκαν έξι υποθέσεις Γερμανών που κατηγορούνταν για εγκλήματα πολέμου. Απ’ αυτές οι τρεις αναβλήθηκαν για άγνωστη ημερομηνία, σε μία υπόθεση η ποινή που επεβλήθη ήταν ευνοϊκή και με καλές προοπτικές για απονομή χάριτος, ένας από τους καταδικασθέντες αφέθηκε άμεσα ελεύθερος, ενώ ένας αθωώθηκε. Όμως και διεθνώς το κλίμα είχε αρχίσει να αλλάζει, με το ψυχροπολεμικό σκηνικό που διαμορφωνόταν να θέτει άλλες προτεραιότητες. Η επανέναρξη των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας τον Δεκέμβριο του 1950 έθετε ούτως ή άλλως νέα δεδομένα στο ζήτημα των εγκληματιών πολέμου.
Οι Γερμανοί διπλωμάτες φρόντισαν από την πρώτη στιγμή να καταστήσουν σαφές πως η γρήγορη, αθόρυβη, αλλά προπάντων οριστική διευθέτηση του ζητήματος θα αποτελούσε πρωταρχικό στόχο των ομοσπονδιακών Αρχών, για την επίτευξη του οποίου δεν θα δίσταζαν να χρησιμοποιήσουν όλα τα δυνατά μέσα πίεσης. Μια πρώτη γεύση αυτής της πίεσης πήρε την περίοδο 1950 – 1951 ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος όταν επιχείρησε να επαναπροωθήσει τα ελληνικά καπνά στη γερμανική αγορά βρέθηκε αντιμέτωπος με το άμεσο αίτημα της γερμανικής κυβέρνησης να παύσει τη δίωξη εναντίον δύο Γερμανών υπηκόων που κατηγορούνταν για εγκλήματα οικονομικής φύσης στη διάρκεια της κατοχής.
Η Βόννη δέχθηκε να αγοράσει ελληνικά καπνά μόνο όταν έλαβε τη διαβεβαίωση για την ικανοποίηση του αιτήματός της. Η πρώτη αυτή υποχώρηση έδωσε στη γερμανική πλευρά το έναυσμα προκειμένου να πιέσει ακόμα περισσότερο για μια άμεση και κυρίως συνολική διευθέτηση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου. Οι πιέσεις φάνηκαν τελικά να αποδίδουν τον Απρίλιο του 1952, όταν η κυβέρνηση Πλαστήρα συμπεριέλαβε στον Α.Ν. 2058 «περί μέτρων ειρηνεύσεως» ειδική διάταξη, η οποία προέβλεπε τη δυνατότητα αναστολής της ποινικής δίωξης για όλα τα αδικήματα που χαρακτηρίζονταν ως εγκλήματα πολέμου.
Η ελληνική κυβέρνηση θα παρέδιδε πρώτα τις σχετικές δικογραφίες στις δικαστικές αρχές της Γερμανίας, οι οποίες καθίσταντο έτσι υπεύθυνες για την περαιτέρω ποινική δίωξη των υπηκόων τους.
Η αναστολή των διώξεων από τα ελληνικά δικαστήρια θα ήταν δυνατή μόνο αφού πρώτα θα είχε ξεκινήσει η ποινική διαδικασία από τα αλλοδαπά δικαστήρια.
Παρ' ότι οι ελληνικές Αρχές θεωρούσαν την παράδοση των δικογραφιών ως έναν «εύσχημο τρόπο τερματισμού του ζητήματος», οι Γερμανοί δεν την αντιμετώπισαν με την ίδια θετική διάθεση. Επιθυμία της Βόννης ήταν άλλωστε η οριστική λύση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου με έναν γενικό νόμο αμνήστευσης και όχι με μια μεσοβέζικη λύση σαν αυτή στην οποία είχε καταφύγει η ελληνική πλευρά, η οποία αφενός επιθυμούσε για πολιτικούς, οικονομικούς και γενικότερους λόγους να ικανοποιήσει τους Γερμανούς, από την άλλη όμως δεν ήθελε να επωμιστεί το κόστος της οριστικής διευθέτησης του ζητήματος των εγκληματιών πολέμου.